πελαργικός

πελαργικός
(I)
-ή, -ό / πελαργικός, -ή, -όν, ΝΑ [πελαργός]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πελαργό, ο σχετικός με τον πελαργό («πελαργικός νόμος» — ο νόμος τών αρχαίων ο οποίος όριζε ότι τα παιδιά ήταν υποχρεωμένα να γηροκομούν τους γονείς τους, όπως κάνουν οι πελαργοί).
————————
(II)
-ή, -όν, Α
1. πελασγικός
2. (το ουδ. ως κύριο όν.) τὸ Πελαργικόν
είδος τεμένους με συγκρότημα παλαιών ιερών, κτιστό περίβολο και εννέα πύλες στη βόρεια πλαγιά τής Ακρόπολης τών Αθηνών, το οποίο αποτελούσε προέκταση τού πελασγικού τείχους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ., αντί τού ορθού Πελασγικός, έχει σχηματιστεί πιθ. κατ' επίδραση τού πελαργός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Πελαργικόν — Πελαργικός of the stork masc acc sg Πελαργικός of the stork neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πελαργικόν — πελαργικός of the stork masc acc sg πελαργικός of the stork neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πελαργικοί — Πελαργικός of the stork masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πελαργικοί — πελαργικός of the stork masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πελαργικέ — Πελαργικός of the stork masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πελαργικέ — πελαργικός of the stork masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πελαργικῷ — Πελαργικός of the stork masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πελαργικῷ — πελαργικός of the stork masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”